- παρεκτείνω
- ΝΜΑ [εκτείνω]κάνω κάτι να απλωθεί, εκτείνω σε γραμμή, επιμηκύνωμσν.-αρχ.παθ. παρεκτείνομαιεκτείνομαι κοντά σε κάτι, είμαι ακριβώς παράλληλος με κάτι ή έχω την ίδια έκταση με κάποιοναρχ.1. (για στρατό και στόλο) αναπτύσσω σχηματισμό σε γραμμή («ἐπὶ μίαν παρεκτείναντες ναῡν», Πολύβ.)2. εκτείνω κοντά σε κάποιον («παρεκτείνασα τῷ Ἄγιδι τὸ σῶμα», Πλούτ.)3. επεκτείνω («εἰς λόγους ταῡτα παρεκτείνειν», Ψ. Λουκ.)4. (για τόπο και χρόνο) εκτείνομαι, έχω έκταση5. (για πρόσ.) επεκτείνω τη ζωή, επιζώ («καὶ μέχρι τῆς Φιλίππου δυναστείας παρεξέτεινε», Διον. Αλ.)6. (λογ.) είμαι μεγαλύτερης εκτάσεως, έχω μεγαλύτερη έκταση7. μτφ. μετριέμαι, συγκρίνομαι ως προς κάτι ή κάποιον («μὴ παρεκτείνου πένης ὤν πλουσίῳ», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.